ψυχαγωγία

ψυχαγωγία
(I)
η, ΝΜΑ
τέρψη τής ψυχής και τού πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.)
νεοελλ.-μσν.
(σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων συγγενούς σημασίας
μσν.-αρχ.
η ανάκληση τών ψυχών από τον 'Αδη με μαγικά μέσα
αρχ.
1. παρηγοριά, παραμυθία
2. εξαπάτηση, παραπλάνηση τού πνεύματος
3. α) (στη ρητ.) πειθώ
β) (κατ' επέκτ.) (στον Πλάτ.) η ρητορική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ.-μσν. σημ. «ανάκληση τών ψυχών από τον Άδη» και «παρηγοριά, παραπλάνηση τού πνεύματος» έχει σχηματιστεί από το αρχ. ψυχαγωγός*. Εκ τών υστέρων, ωστόσο, η λ. παρουσίασε σημαντική σημασιολογική εξέλιξη. Χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το είδος τής ερμηνείας αρχαίων κειμένων με την παράθεση εξηγητικών λέξεων που σημειώνονταν ακριβώς πάνω από τις αρχαίες λέξεις τού κειμένου. Με αυτήν την σημ. αναφέρει στα Ἄτακτα τη λ. ο Κοραής το 1805, όπως τήν κατέγραψε από το λεξικό τού Δουκαγγείου, το οποίο εκδόθηκε το 1688. Η λ., τέλος, ψυχαγωγία χρησιμοποιείται στην Νέα Ελληνική ήδη από την Ελληνιστική εποχή και κατ' εξοχήν με σημ. «ψυχική ευχαρίστηση, αναψυχή, διασκέδαση» (πρβλ. ψυχαγωγώ). Κατά μία άποψη μάλιστα, η λ. με την τελευταία της σημ., έχει προέλθει από τα αρχ. ψυχαγωγία / ψυχαγωγεῖα (< ψῦχος + ἀγωγός) «οπές μέσω τών οποίων εισερχόταν κρύος αέρας στα μεταλλεία για να δροσίζονται οι μεταλλωρύχοι»].
————————
(II)
ἡ, Α
θεραπεία που παρέχεται με ψυκτικά μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + ἀγωγή + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψυχαγωγία — ψῡχαγωγίᾱ , ψυχαγωγία evocation of souls from the nether world fem nom/voc/acc dual ψῡχαγωγίᾱ , ψυχαγωγία evocation of souls from the nether world fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχαγωγίᾳ — ψῡχαγωγίαι , ψυχαγωγία evocation of souls from the nether world fem nom/voc pl ψῡχαγωγίᾱͅ , ψυχαγωγία evocation of souls from the nether world fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχαγωγία — η διασκέδαση, αναψυχή: Χρειάζεται και λίγη ψυχαγωγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… …   Dictionary of Greek

  • λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …   Dictionary of Greek

  • ψυχαγωγικός — ή, ό / ψυχαγωγικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχαγωγός / ψυχαγωγία] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην ψυχαγωγία, ο ευάρεστος στην ψυχή και στο πνεύμα αρχ. θελκτικός, πειστικός. επίρρ... ψυχαγωγικώς / ψυχαγωγικῶς, ΝΜΑ, και ψυχαγωγικά Ν με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • περιδιάβαση — η / περιδιάβασις, άσεως, ΝΜ 1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα 2. ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”